Μιλώντας στο Αυτιστικό Παιδί για τη Διάγνωσή του
Οι γονείς του Γιώργου έλαβαν πρόσφατα τη διάγνωση του παιδιού τους και είναι αυτό που βαθιά μέσα τους φοβούνταν εδώ και καιρό: Αυτισμός. Ο Γιώργος είναι αυτιστικός ή αλλιώς βρίσκεται στο φάσμα του αυτισμού ή έχει διαταραχή αυτιστικού φάσματος. Όπως και να έχει ειπωθεί η διάγνωση, τα συναισθήματα που κατακλύζουν τους γονείς είναι ίδια και είναι χιλιάδες: άρνηση, απόγνωση, θυμός, τρόμος, άγχος για το σήμερα, άγχος για το αύριο, άγχος για το παιδί, άγχος για την οικογένεια, άγχος για τους φίλους, για τα πάντα… Τι πρέπει να κάνουν τώρα; Ποιος θα τους βοηθήσει; Σε ποιον θα μιλήσουν; Να το πουν στους παππούδες ή όχι; Να το πουν στον παιδικό σταθμό; Στο ίδιο το παιδί το επικοινωνούν; Πώς; Και πότε;
Σε αυτό το άρθρο, θα επικεντρωθούμε στο γιατί είναι σημαντικό το παιδί να μάθει, να κατανοήσει και να επεξεργαστεί κάποια στιγμή τη διάγνωσή του καθώς και πότε/πώς μπορεί να γίνει αυτό. Επίσης, θα δούμε πιο αναλυτικά συγκεκριμένες πτυχές αυτής της διαδικασίας, που ίσως μας βοηθήσουν να πάρουμε την μεγάλη απόφαση και να καθοδηγήσουν τα επόμενα βήματά μας.
Γιατί να το πούμε;
Πολλοί γονείς φοβούνται ότι το να ανακοινώσουν στο παιδί τους ότι έχει Αυτισμό θα το συντρίψει. Ή ότι μπορεί μετά να χρησιμοποιήσει αυτήν την ταμπέλα ως δικαιολογία για να να μην προσπαθεί πια να βελτιωθεί, π.χ. στο σχολείο ή στις κοινωνικές του επαφές. Κι όμως, η εμπειρία που έχουμε μιλώντας με ενήλικες αυτιστικούς και βλέποντας την εξέλιξή τους, αποδεικνύει το αντίθετο. Δίνοντας στο αυτιστικό άτομο πληροφορίες σχετικά με τη φύση των διαφορών του, αυξάνουμε την κατανόησή του και μαζί βελτιώνουμε και το κίνητρό του για να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις που αυτή η διάγνωση κουβαλά.
Η γνώση του “ποιος είμαι” είναι σημαντική για τη διαμόρφωση του Εγώ και της προσωπικότητας κάθε ανθρώπου. Σχεδόν όλοι οι λειτουργικοί και επιτυχημένοι ενήλικες άνθρωποι αντιληφθήκαμε σε κάποιο σημείο της ζωής μας “ποιοι είμαστε”. Καταλάβαμε καλύτερα ποια είναι τα καλά/κακά στοιχεία του χαρακτήρα μας, πού είμαστε καλοί και πού χρειαζόμαστε βελτίωση. Πώς έγινε αυτό; Μας το επικοινώνησαν οι γονείς μας, ένας καλός δάσκαλος, ένας αυστηρός καθηγητής, μία φίλη ή ένας φίλος. Μας το έδειξε μια καλή εμπειρία και ένα ‘μπράβο’ ή μια κακή εμπειρία που μας κόστισε συναισθηματικά. Σταδιακά πάντως, αποδεχτήκαμε και χρησιμοποιήσαμε αυτές τις πληροφορίες σχετικά με τον εαυτό μας ώστε να γίνουμε όσο το δυνατόν καλύτεροι στη ζωή μας. Αντίστοιχα, τα άτομα με διάγνωση αυτισμού θα πρέπει να έχουν κι εκείνα την ευκαιρία να ακούσουν αντικειμενικά, να κατανοήσουν, να αποδεχτούν και να εκτιμήσουν τον χαρακτήρα και τη μοναδικότητά τους. Αυτό στη δική τους περίπτωση γίνεται όταν τους δίνονται οι κατάλληλες πληροφορίες για τη διάγνωσή τους.
Υπάρχουν πολλές αγωνίες σε σχέση με το να ανακοινώσουμε στο παιδί μας (ή/και στον περίγυρό μας) τη διάγνωση του αυτισμού. Ίσως να φοβόμαστε ότι το παιδί μας δεν θα καταλάβει ή ότι θα θυμώσει ή θα πάθει κατάθλιψη. Ίσως πάλι φοβόμαστε ότι θα στιγματιστεί κι ότι κάποιοι άνθρωποι στη ζωή του θα χρησιμοποιήσουν την αναπηρία του ως μια δικαιολογία για όσα δεν μπορεί να καταφέρει. Μπορεί ακόμα και να φοβόμαστε ότι το παιδί μας ή ο περίγυρός του θα το θεωρήσει αποτυχημένο και χωρίς καμία ελπίδα για το μέλλον. Αξίζει όμως να σκεφτούμε ότι η διάγνωση δεν κρύβεται. Όλα αυτά τα θέματα (και πολλά άλλα ακόμα) είναι πιθανό να έρθουν στην επιφάνεια, είτε γνωρίζει το παιδί (και ο περίγυρός του) τη διάγνωση αυτή, είτε όχι. Είναι θέμα χρόνου οι δυσκολίες του παιδιού μας και η διαφορετικότητά του, να επηρεάσουν τον έναν τομέα της ζωής του μετά τον άλλον. Είναι εξαιρετικά πιθανό να επηρεαστούν οι σχέσεις του με άλλα μέλη της οικογένειας (π.χ. ένταση με τα αδέρφια λόγω εμμονών/ρουτινών), στη συνέχεια οι κοινωνικές του επαφές και οι φιλίες, έπειτα η μαθησιακή του εικόνα κ.ο.κ
Σε αυτό το σημείο, αξίζει να δούμε, επίσης, τι μας λέει η προσωπική διαδρομή πολλών ατόμων με διάγνωση αυτισμού, στα οποία δεν ειπώθηκε ότι έχουν αυτισμό (ή/και τα οποία δεν είχαν καν διαγνωστεί με αυτισμό) μέχρι να ενηλικιωθούν. Η δυσκολία στην κατανόηση των άλλων ή η δυσκολία στην αποκωδικοποίηση κοινωνικών καταστάσεων οδηγεί πολλούς αυτιστικούς σε ακατάλληλες αλληλεπιδράσεις με τους γύρω τους, κι αυτό με τη σειρά του οδηγεί σε κοροϊδία/bullying και τελικά σε κοινωνική απομόνωσή τους. Από σχετικές έρευνες γνωρίζουμε ότι αυτιστικοί ενήλικες ένιωθαν ότι προκαλούσαν απογοήτευση στους οικείους τους, αλλά δεν είχαν ιδέα γιατί τους απογοήτευαν, ούτε πώς θα μπορούσαν να το διορθώσουν. Με την πάροδο του χρόνου, αυτό τους οδηγούσε -μεταξύ άλλων- σε χαμηλή αυτοεκτίμηση και κακή εικόνα εαυτού. Πολλά από αυτά τα ενήλικα άτομα, λένε ότι όταν τελικά έλαβαν τις σωστές πληροφορίες σχετικά με τη διάγνωση και τη διαφορετικότητά τους, μπόρεσαν -με κατάλληλη υποστήριξη- να γίνουν επιτυχημένοι ενήλικες και να διαχειριστούν καλύτερα όλα αυτά τα συναισθήματα απογοήτευσης, ματαίωσης, απομόνωσης.
Συνεπώς, είναι μάλλον καλύτερο να γνωρίζουν ξεκάθαρα τη διάγνωση όλοι οι εμπλεκόμενοι με το παιδί και το ίδιο το παιδί, ώστε να μπορέσουν να την κατανοήσουν και να την επεξεργαστούν καλύτερα, και στη συνέχεια να μπορέσουν να στηρίξουν το παιδί -και εμάς ακόμα- καλύτερα. Για παράδειγμα, ένα σχολείο κι ένας δάσκαλος που γνωρίζει, θα μπορέσει να στηρίξει το παιδί προσαρμόζοντας τις απαιτήσεις του. Ένας συγγενής που γνωρίζει και κατανοεί, θα μας δώσει μια αγκαλιά μια δύσκολη μέρα. Ένας φίλος του παιδιού που γνωρίζει, θα πάψει να προβληματίζεται με όσα ως τότε θεωρούσε “περίεργες συμπεριφορές” και θα επικεντρωθεί στα θετικά και όμορφα της φιλίας με το παιδί μας.
Το παιδί μας μπορεί να ξέρει ήδη ότι είναι διαφορετικό. Αλλά, όπως συμβαίνει συχνά στα παιδιά, μπορεί να καταλήξει σε λάθος συμπεράσματα σχετικά με αυτή τη διαφορετικότητά του. Μπορεί π.χ. να αναρωτιέται αν πάσχει από κάποια σοβαρή και ανίατη ασθένεια. Μπορεί να ανησυχεί ακόμα κι ότι θα πεθάνει. Σκεφτείτε το, το παιδί βλέπει να το πηγαίνουμε συνεχώς σε γιατρούς και θεραπείες, αλλά κανείς δεν του λέει το γιατί. Επιπλέον, τα αυτιστικά παιδιά, όπως και όλα τα παιδιά, μπορεί να διαισθάνονται την απογοήτευση και τη σύγχυση των ανθρώπων γύρω τους και να φαντάζονται έκαναν τα ίδια κάπου λάθος, ότι δεν τους αγαπά κανείς κ.ο.κ. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε ότι ακόμη και το παιδί που δεν ρωτά φωναχτά, που δεν εκφράζει την ανησυχία του για το ότι είναι διαφορετικό, μπορεί να κάνει αυτές τις σκέψεις.
Πότε να το πούμε;
Η επιλογή του χρόνου που θα ανακοινωθεί στο παιδί η διάγνωσή του είναι προσωπική υπόθεση κάθε οικογένειας και δεν υπάρχει “χρυσός κανόνας”. Όμως ξέρουμε από πολλές έρευνες και συνεντεύξεις με ενήλικες αυτιστικούς ότι είναι κάτι που οπωσδήποτε πρέπει να συμβεί και, όπως όλα δείχνουν, όσο νωρίτερα, τόσο το καλύτερο.
Η προσωπικότητα του παιδιού, οι ικανότητές του, πρότερες εμπειρίες του αλλά και το επίπεδο κοινωνικής συνείδησης που έχει είναι παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να εκτιμηθεί πότε ένα παιδί είναι έτοιμο.
Παιδιά που είναι σε μεγαλύτερη ηλικία όταν οι γονείς αποφασίζουν να τους το πουν, μπορεί να είναι εξαιρετικά αρνητικά σε οποιαδήποτε νύξη ότι είναι “διαφορετικά”.
Άλλα παιδιά, που αργούν πολύ να διαγνωστούν (μπορεί δηλαδή να φτάσουν ακόμα και στην εφηβεία ως αδιάγνωστα αυτιστικά), έχοντας στο μεταξύ αντιμετωπίσει bullying, καταπιεστικούς δασκάλους, αποτυχημένες φιλίες, μπορεί επίσης να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητα σε οτιδήποτε αναφέρεται στην διαφορετικότητά τους.
Άλλα παιδιά, πάλι, μπορεί να έχουν φτάσει στην εφηβεία νομίζοντας ότι έχουν μια άλλη διαταραχή (κουβαλούν δηλαδή μια λάθος ή ελλιπή προηγούμενη διάγνωση), όπως Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής, Διαταραχή Συμπεριφοράς ή κάποια άλλη διαταραχή ψυχικής υγείας (π.χ. Αγχώδη διαταραχή). Αυτά τα παιδιά, συχνά είναι ήδη εξοικειωμένα με την έννοια της διαφορετικότητας, αν και με άλλη “ταμπέλα” και συνήθως είναι πιο έτοιμα να ακούσουν τη νέα τους διάγνωση καθώς και συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τον αυτισμό.
Άλλες φορές, υπάρχουν ξεκάθαρα ‘σημάδια’ που μας λένε ότι το παιδί είναι έτοιμο. Για παράδειγμα, το παιδί που από μόνο του θα μας ρωτήσει: “Τι συμβαίνει με εμένα;” “Γιατί δεν μπορώ να είμαι σαν όλους τους άλλους;”, “Γιατί δεν μπορώ να _____;” ή ακόμα και “Τι συμβαίνει με όλους τους άλλους; Γιατί μου φέρονται έτσι;” Τέτοιου είδους ερωτήσεις είναι μια σαφής ένδειξη ότι το παιδί είναι έτοιμο και χρειάζεται πληροφορίες σχετικά με τη διάγνωσή του.
Τέλος, υπάρχουν και παιδιά που μπορεί να κάνουν παρόμοιες σκέψεις για τον εαυτό τους, αλλά να μην μπορούν να τις εκφράσουν ακόμα ξεκάθαρα.
Σε κάθε περίπτωση, αν αποφασίσουμε να καθυστερήσουμε την ανακοίνωση, αξίζει να σκεφτούμε πως αυξάνουμε την πιθανότητα “ατυχήματος”, την περίπτωση δηλαδή το παιδί κατά λάθος να ακούσει από κάποιον τρίτο ή να δει κάπου μια πληροφορία που το αφορά (π.χ. μια έκθεση προόδου ή μια ιατρική γνωμάτευση). Από σχετικές συνεντεύξεις ενηλίκων αυτιστικών γνωρίζουμε ότι αυτό είναι ο χειρότερος τρόπος να μάθεις για τον αυτισμό σου. Οι ενήλικες αυτοί εκφράζουν την άποψη ότι είναι σημαντικό να δίνονται στα αυτιστικά παιδιά κάποιες βασικές πληροφορίες προτού συμβεί αυτό. Γιατί εάν το αφήσουμε να συμβεί, το παιδί μπορεί να πιστέψει ότι δεν το αγαπά κανείς, ότι δεν έχει τίποτα θετικό ή/ ότι δημιουργεί συνεχώς προβλήματα, χωρίς να ξέρει το γιατί. Συνεπώς, αν μπορούμε να επιλέξουμε τη στιγμή, το να περιμένουμε μέχρι να φτάσει στα αυτιά του παιδιού μας μια κακή πληροφορία ή να βιώσει μια αρνητική εμπειρία προκειμένου να του μιλήσουμε για τη διάγνωσή του μάλλον δεν είναι η καλύτερη επιλογή.
Πώς να το πούμε;
Είναι πολύ σημαντικό να παραμείνουμε θετικοί όταν μιλάμε για τον Αυτισμό. Οι διαταραχές του αυτιστικού φάσματος είναι πολύπλοκες και κάθε αυτιστικός άνθρωπος είναι ξεχωριστός και μοναδικός. Είναι σημαντικό, συνεπώς, η διαδικασία της εξήγησης της διάγνωσης να είναι εξατομικευμένη και να έχει νόημα για το συγκεκριμένο παιδί. Καθώς στεκόμαστε στην αρχή αυτής της διαδικασίας, μπορεί να μας είναι δύσκολο να αποφασίσουμε ποιες και πόσες πληροφορίες θα μοιραστούμε. Εάν το παιδί μας έχει θέσει ήδη κάποιες ερωτήσεις, όπως είπαμε πριν, αυτό θα μας δώσει ένα καλό ‘πάτημα’ για να ξεκινήσουμε τη συζήτηση. Ακόμα και τότε όμως, πρέπει πρώτα να βεβαιωθούμε ότι καταλαβαίνουμε τι ακριβώς μας ρωτά και να προσπαθήσουμε να δώσουμε τόσες πληροφορίες όσες θέλει και αντέχει.
Ένας τρόπος προσέγγισης που έχει βοηθήσει πολλές οικογένειες να ξεκινήσουν το ταξίδι της ‘αποκάλυψης’ είναι το να παρουσιάζουν με θετικό τρόπο τη μοναδικότητα κάθε μέλους της οικογένειας. Μάλιστα, η θετική στάση για τη διαφορετικότητα είναι καλό να δημιουργηθεί όσο το δυνατόν νωρίτερα -και σίγουρα πριν αναφερθεί τυχαία η διάγνωση του παιδιού από άλλους στον περίγυρό του. Η βάση αυτής της προσέγγισης είναι ότι το κάθε μέλος της οικογένειας είναι μοναδικό, με πράγματα που του αρέσουν και πράγματα που δεν του αρέσουν, με δικές του δυνάμεις και αδυναμίες και δικά του φυσικά χαρακτηριστικά. Οι διαφορές αυτές επισημαίνονται με απλό τρόπο σε κάθε ευκαιρία, μόλις το παιδί φτάσει σε ηλικία όπου κατανοεί απλά, συγκεκριμένα παραδείγματα διαφορών. Για παράδειγμα: Η μαμά φοράει γυαλιά και ο μπαμπάς δεν φοράει γυαλιά ή Του Κώστα του αρέσει να παίζει μπάλα και εσένα σου αρέσει να διαβάζεις βιβλία. Με αυτήν την προσέγγιση, η διαφορετικότητα καθενός, όποια κι αν είναι αυτή, αποκτά μια ουδέτερη χροιά, δεν είναι ούτε καλή, ούτε κακή – απλά υπάρχει. Η συνεχής χρήση θετικών, συγκεκριμένων παραδειγμάτων αντιθέσεων-διαφορών μεταξύ ανθρώπων κοντά στο παιδί (των γονιών, των αδελφών του, των θείων/παππούδων κλπ) μπορεί σταδιακά να μας διευκολύνει να μιλήσουμε και για άλλες διαφορές, πιο σχετικές με τη διάγνωση του παιδιού μας. Για παράδειγμα, “Στη μαμά αρέσουν οι εκπλήξεις. Στον Γιώργο αρέσει το πρόγραμμα και να ξέρει τι θα συμβεί κάθε λεπτό.” ή “Στην Άννα αρέσει το σινεμά και οι δυνατοί θόρυβοι. Στον Γιάννη αρέσει η ησυχία και ο ήχος του νερού”.
Τα περισσότερα παιδιά μπορεί να χρειάζονται ελάχιστες πληροφορίες στην αρχή. Περισσότερες πληροφορίες μπορούν να προστεθούν με την πάροδο του χρόνου. Και πάλι, πρέπει να είμαστε όσο πιο θετικοί γίνεται. Η θετική μας στάση και ο τρόπος με τον οποίο μεταφέρουμε τις πληροφορίες είναι πολύ σημαντικά. Όπως προαναφέρθηκε, για να έχει νόημα αυτό που συζητάμε με το παιδί, μπορούμε να ξεκινήσουμε από τυχόν ερωτήσεις που μας έχει κάνει. Μπορούμε να γράψουμε τα βασικά σημεία που θέλουμε να συζητήσουμε μαζί του και να του πούμε ότι και άλλοι άνθρωποι με αυτήν τη διάγνωση έχουν παρόμοιες ερωτήσεις και εμπειρίες με τις δικές του. Στη συνέχεια, μπορούμε να το ρωτήσουμε εάν θα ήθελε να ψάξουμε μαζί να βρούμε περισσότερες πληροφορίες, διαβάζοντας βιβλία, ψάχνοντας στο ίντερνετ, παρακολουθώντας βίντεο ή/και μιλώντας με άλλα άτομα (π.χ. τους θεραπευτές του). Αν πιστεύουμε ότι το να ρωτήσουμε το παιδί κάτι τέτοιο θα έχει αρνητική απάντηση («όχι, δε θέλω»), τότε μπορεί να επιλέξουμε να μην το ρωτήσουμε. Ωστόσο, μπορούμε σίγουρα να του πούμε ότι εμείς θα ψάξουμε σχετικές πληροφορίες και μπορεί αυτές να τις μοιραστούμε μαζί του κάποια στιγμή αν το θέλει. Και φυσικά, αν στο μεταξύ θέλει κι εκείνο να μας ρωτήσει κάτι, λέμε ότι είμαστε εδώ να μας κάνει οποιαδήποτε ερώτηση θέλει, οποιαδήποτε στιγμή θέλει.
Ένας άλλος τρόπος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να “εισάγουμε” το παιδί στην έννοια της διαφορετικότητας, είναι η συνάντηση του παιδιού με άλλα άτομα με αυτισμό. Τα παιδιά στο φάσμα του αυτισμού έχουν συχνά την ικανότητα να κατανοήσουν καλύτερα τον εαυτό τους και τον κόσμο αλληλεπιδρώντας με άλλα παιδιά με την ίδια διάγνωση. Η αλληλεπίδραση με άλλους στο φάσμα του αυτισμού μπορεί να βοηθήσει το παιδί να συνειδητοποιήσει ότι υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που βιώνουν τον κόσμο όπως τον βιώνει το ίδιο και ότι δεν είναι μόνο στον κόσμο. Ο ευκολότερος τρόπος για να γίνει μια τέτοια συνάντηση, είναι τα ομαδικά προγράμματα κοινωνικών δεξιοτήτων που προσφέρουν θεραπευτικά πλαίσια και κέντρα ειδικής αγωγής.
Ποιος να το πει;
Σίγουρα κάθε οικογένεια είναι διαφορετική και οι συνθήκες διαφέρουν από οικογένεια σε οικογένεια. Ωστόσο, η δυσκολία κάποιων γονιών να μιλήσουν για όλα αυτά είναι πέρα για πέρα αληθινή. Και παραλύει πολλούς από εμάς. Για τον λόγο αυτό, πολλές οικογένειες επιλέγουν να εμπιστευτούν τελικά τη διαδικασία της ανακοίνωσης σε έναν έμπειρο επαγγελματία θεραπευτή, όπως Ψυχολόγο, Παιδοψυχίατρο ή κάποιον άλλο θεραπευτή που εμπιστεύονται. Πέρα από το ότι αυτό αφαιρεί ένα μεγάλο άγχος από την οικογένεια, η συμμετοχή του θεραπευτή, τουλάχιστον στα αρχικά στάδια της αποκάλυψης, παραχωρεί στην οικογένεια τον πολύ σημαντικό ρόλο της υποστήριξης και της παρηγοριάς του παιδιού την επόμενη μέρα. Σκεφτείτε το – οι περισσότεροι από εμάς θα δυσκολεύονταν να αναζητήσουν παρηγοριά από το ίδιο άτομο που μας προκάλεσε ένα ‘πρόβλημα’. Εάν λοιπόν η ανακοίνωση γίνει από την οικογένεια, μπορεί το παιδί να αισθανθεί μόνο, χωρίς να μπορεί ή να θέλει να εμπιστευτεί την οικογένειά του για υποστήριξη. Συνεπώς, η ύπαρξη ενός επαγγελματία του οποίου ο ρόλος είναι ξεκάθαρα να συζητά πληροφορίες σχετικά με τη διάγνωση του παιδιού και το πώς η αναπηρία επηρεάζει τη ζωή του, μπορεί να διευκολύνει τα μέλη της οικογένειας να έρθουν πιο κοντά με το παιδί, να τα βλέπει το παιδί ως πιο υποστηρικτικά.
Από την άλλη μεριά, μπορεί μια οικογένεια να αποφασίσει να κάνει την ανακοίνωση της διάγνωσης μέσω των μελών της, π.χ. να την κάνουν οι γονείς. Στην περίπτωση αυτή και πάλι είναι σημαντική η συμμετοχή ενός έμπειρου θεραπευτή, που να έχει ήδη εδραιωμένη θεραπευτική σχέση με το παιδί, προκειμένου να μπορέσει να δώσει στο παιδί την απαραίτητη υποστήριξη την επόμενη μέρα, εφόσον αυτό χρειαστεί.
Και στις δύο περιπτώσεις, ένας εξειδικευμένος θεραπευτής μπορεί να βοηθήσει τους γονείς να κατανοήσουν την αντίδραση του παιδιού και να τους δώσει προτάσεις για την καλύτερη υποστήριξή του.
Μια διαδικασία δυναμική
Η ανακοίνωση και επεξήγηση στο παιδί της διάγνωσής του είναι μια διαδικασία δυναμική που χρειάζεται χρόνο. Το παιδί χρειάζεται να αφομοιώσει τις νέες πληροφορίες για τον εαυτό του, με τον δικό του ρυθμό. Μάλιστα, μπορεί να περάσουν εβδομάδες ή ακόμα και μήνες προτού το παιδί ξεκινήσει να σχολιάζει ή να κάνει ερωτήσεις σχετικά με τις νέες πληροφορίες που του δώσαμε. Ως γονείς, πρέπει να θυμόμαστε ότι χρειάζεται η όλη διαδικασία να γίνει με τρόπο θετικό, που να έχει νόημα για το παιδί. Αυτό θα ενισχύσει τη διάθεσή του να μάθει περισσότερα, χωρίς να υπονομεύσει την αυτοπεποίθησή του.
Ελπίζουμε οι πληροφορίες αυτές να σας φάνηκαν χρήσιμες. Στο Λογοδίκτυο, υπάρχουν κατάλληλα καταρτισμένοι Ψυχολόγοι που μπορούν να στηρίξουν εσάς και το παιδί σας σε αυτό το ταξίδι και στην ανακάλυψη του πραγματικού, υπέροχου εαυτού του, μέσα σε όλη του την μοναδικότητα και διαφορετικότητα!
___________________
Πηγές, άρθρα και βιβλία για περαιτέρω ανάγνωση (στα αγγλικά):
Dundon, R. (2018). Talking with your child about their autism diagnosis: A guide for parents. Philadelphia, PA: Jessica Kinsley Publishers.
Dura-Vila, G. & Levi, T. (2014). My autism book: A child’s guide to their autism spectrum diagnosis. Philadelphia, PA: Jessica Kingsley Publishers.
Endow, J. (2012). Learning the hidden curriculum: The odyssey of one autistic adult. Shawnee, KS: AAPC Publishing.
Faherty, C. (2014). What does it mean to be me? A workbook explaining self-awareness and life lessons to the child or youth with high-functioning autism or Aspergers (2nd ed.). Arlington, TX: Future Horizons, Inc.
Finch, D. (2012). The Journal of best practices: A memoir of marriage, Asperger Syndrome, and one man’s quest to be a better husband. New York, NY: Simon & Schuster, Inc.
Hall, K. (2001). Asperger Syndrome, the universe and everything. Philadelphia, PA: Jessica Kinsley Publishers Ltd.
Jackson, L. (2003). Freaks, geeks and Asperger syndrome: A user guide to adolescence. Philadelphia, PA: Jessica Kingsley Publishers Ltd.
Kraus, J.D. (2010). The Aspie teen’s survival guide: Candid advice for teens, tweens, and parents, from a young man with Asperger’s Syndrome. Arlington, TX: Future Horizons, Inc.
Soraya, L. (2013). Living independently on the autism spectrum. Avon, MA: F+W Media, Inc.
Vermeulen, P. (2013). I am special: Introducing children and young people to their autistic spectrum disorder (2nd ed.). Philadelphia, PA: Jessica Kingsley Publishers.
Willey, L.H. (2015). Pretending to be normal: Living with Asperger Syndrome (Autism Spectrum Disorder) (Exp.ed.) Philadelphia, PA: Jessica Kingsley Publishers.
Zaks, Z. (2006). Life and love: Positive strategies for autistic adults. Shawnee, KS: Autism Asperger Publishing.